- εὐπραξίας
- εὐπρᾱξίᾱς , εὐπραξίαgood conductfem acc plεὐπρᾱξίᾱς , εὐπραξίαgood conductfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благодѣяниѥ — БЛАГОДѢ˫АНИ|Ѥ (76), ˫А с. 1.Доброе дело, благотворительность, благодеяние: Аште никоѥго же бл҃годѣ˫ани˫а отъ сего не приимали бышѩ. то въ приношен никако же бышѩ поминаѥмы. (εὐεργεσίας) Изб 1076, 133 об.; такожде и таковыи... кънигы коупѩи. аще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… … Dictionary of Greek
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
πειθαρχία — η, ΝΑ [πείθαρχος] το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή («πειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό… … Dictionary of Greek